-
1 λευκ-έρυθρος
λευκ-έρυθρος, weißroth, Arist. physiogn. 2 u. Sp., die auch λευκ-ερυθρό-χρους, von weißrother Farbe, u. λευκ-ερυθρο-φωσφόρος bilden.
-
2 λευκ-όφθαλμος
λευκ-όφθαλμος, weißäugig, Plin. H. N. 37, 9.
-
3 λευκ-όδους
λευκ-όδους, οντος, weißzahnig.
-
4 λευκ-αυγής
λευκ-αυγής, ές, weißglänzend, φύσις, eines, Fisches, Antiphan. bei Ath. XIV, 623 b.
-
5 λευκ-αχάτης
λευκ-αχάτης, ὁ, weißer Achat, Plin. H. N. 37, 10.
-
6 λευκ-ερώδιος
λευκ-ερώδιος oder λευκερωδιός, ὁ, der weiße Reiher, Löffelreiher, Arist. H. A. 8, 3.
-
7 λευκ-ερῑνεός
λευκ-ερῑνεός, ὁ, ein wilder Feigenbaum, der weiße, eßbare Früchte trägt, Hermipp. Ath. III, 76 c; Hesych.
-
8 λευκ-ελεφάντινος
λευκ-ελεφάντινος, weiß wie Elfenbein, Hesych.
-
9 λευκ-ανθεμίς
λευκ-ανθεμίς, ίδος, ἡ, = Folgdm, Plin. H. N. 22, 21.
-
10 λευκ-ανθίζω
λευκ-ανθίζω, weiß blühen, weiß schimmern; τὸν ἂν μὴ λευκανϑίζοντα ἴδωνται, τοῠτον κτείνειν Her. 8, 27, wo γυψώσας ἄνδρας vorhergeht; λευκανϑίζουσιν οἱ λόφοι, vom Schnee, Alciphr. 3, 30; λευκανϑίζοντες ὀφϑαλμοί S. Emp. pyrrh. 1, 44.
-
11 λευκ-ανθής
λευκ-ανθής, ές, weißblühend, ἄγνος Nic. Th. 530; weißschimmernd, σώματα Pind. N. 9, 23; κάρα, das schneeweiße Haupt des Greises, Soph. O. R. 742; vgl. Mel. 31 (XII, 165).
-
12 λευκ-ηπατίας
λευκ-ηπατίας, ὁ, oder richtiger λευχηπατίας, mit weißer Leber, d. i. furchtsam, verzagt, Zenob. 4, 87; Phryn. in B. A. erkl. εὐήϑης.
-
13 λευκ-ουργέω
λευκ-ουργέω, weiß machen, weißen, πυλίδας, Inscr. 2749.
-
14 λευκ-ομφάλιος
λευκ-ομφάλιος, mit weißem Nabel, Stiel, Beiwort einer Feigenart, Theophr. bei Ath. III, 77 c.
-
15 λευκ-άργιλλος
λευκ-άργιλλος, besser λευκάργῑλος, mit weißem Thon, Strab. IX, 440.
-
16 λευκ-άμπυξ
λευκ-άμπυξ, υκος, eigtl. mit weißem Stirnbande, = λευκός, Opp. Hal. 4, 238.
-
17 λευκ-άκανθα
λευκ-άκανθα, ἡ, Weißdorn, Theophr., Diosc.
-
18 λευκ-άνθεμον
λευκ-άνθεμον, τό (Weißblume), eine Pflanze, zu den Kamillen gehörig, Diosc.
-
19 λευκ-άλφιτος
λευκ-άλφιτος, weiße Gerstengraupe, Gerstenmehl habend, so heißt Eretria, Sopat. bei Ath. IV, 160 b.
-
20 λευκ-ήπειρος
λευκ-ήπειρος, mit. weißem Lande, weißerdig, Geop.
См. также в других словарях:
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
Λεῦκ' — Λεῦκαι , Λεύκη leprosy fem nom/voc pl Λεῦκε , Λεῦκος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεῦκ' — λεῦκαι , λεύκη leprosy fem nom/voc pl λεῦκε , λεῦκος a fish masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεύκ' — Λεύκᾱͅ , Λεύκη leprosy fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκ' — λεύκᾱͅ , λεύκη leprosy fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
λευκαθίζω — και, δ. γρφ., λευκανθίζω (Α) 1. είμαι ή φαίνομαι λευκός, λευκάζω, ασπρίζω («γύψῳ λευκαθίζουσαν σπουδάζειν θαυμάζεσθαι τὴν οἰκίαν», Επίκτ.) 2. (για υγρά μάτια) λάμπω, λαμπυρίζω («ὑγρά, διαυγῆ καὶ λευκαθίζοντα», Κασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * +… … Dictionary of Greek
λευκογένης — και λευκογένειος, ο αυτός που έχει λευκά γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γένης (< γένι), πρβλ. ξανθο γένης, ψαρο γένης. Ο τ. λευκογένειος < λευκ(ο) * + γένειος (< γένειον), πρβλ. ακρο γένειος, δασυ γένειος. Η λ. λευκογένειος μαρτυρείται … Dictionary of Greek
λευκόγειος — α, ο (AM λευκόγειος, ον, Α και λευκόγεως, ων και λευκόγαιος, ον) αυτός που έχει λευκή γη, άσπρο χώμα, ή αυτός που προέρχεται από λευκή γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γειος (< γαία), πρβλ. επί γειος, υπό γειος. Οι τ. λευκόγεως και λευκόγαιος… … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
LYCAS — canis venaticae nomen, in Epigr. Simonidis apud Pollucem, Σεῦ καὶ φθιμένας λεῦκ᾿ ὀςτἐα τῷ δ᾿ ἐνὶ τόμβῳ. Ι῎ςκω ἕτι τρομέειν, θῆρας, ἀγρῶσα Λυκὰς … Hofmann J. Lexicon universale